ΤΡΥΠΤΑΣΗ

Η τρυπτάση είναι ένζυμο που παράγεται από τα εκκριτικά κοκκία των μαστοκυττάρων του αίματος.

Χρησιμεύει για δείκτης της ενεργοποίησης των μαστοκυττάρων, Β’ τρυπτάση ενεργοποιεί τον υποδοχέα πρωτεάσης τύπου 2.

Γενικά οι τιμές της τρυπτάσης εκφράζουν την ενεργοποίηση των μαστοκυττάρων μέσω της  IgE (ανοσοσφαιρίνης) και με αντίδραση χωρίς συμμετοχή αυτής.

Τα βασεόφιλα παράγουν επίσης μικρο-ποσότητες τρυπτάσης.

Τρυπτάση παράγεται από τα club κύτταρα*.

*Τα club κύτταρα είναι γνωστά και σαν εξωκρινή κύτταρα των Βρογχιολιών, επίσης γνωστά σαν Clara-κύτταρα.  Είναι θολωτά κύτταρα με μικρούς λαχνώδεις σχηματισμούς.

Εδράζονται στα μικρά αεροφόρα (βρογχιολία) των πνευμόνων του ανθρώπου και προστατεύουν το επιθήλιο των βρόγχων, εκκρίνοντας ειδική πρωτεΐνη (uteroglobin) και υγρό παρόμοιο με pulmonary surfactant.

Η τρυπτάση βρίσκεται στους πνεύμονες, δέρμα, υπόφυση. Γενικά το ένζυμο λαμβάνει μέρος στην ομοιόσταση των αεροφόρων οδών – στον τόνο των αγγείων – πήξη αίματος – κινητικότητα ΓΕΣ, φυσιολογικές τιμές ↓ 11.5 ng/ml.

Η τρυπτάση λαμβάνει μέρος στις αλλεργικές αντιδράσεις και πιθανόν δρα και σαν μιτογόνο σε σειρές των ινοβλαστών.

Πειραματικά στοιχεία αναφέρουν συμμετοχή της τρυπτάσης στην έκφραση έμφυτης και επίκτητης ανοσίας.

Ανθρώπινα γονίδια που κωδικοποιούν την δραστικότητα της τρυπτάσης βρίσκονται στον παρακάτω Πίνακα. Οι τρυπτάσες συντίθεντες από προένζυμα η ωρίμανσή των οποίων γίνεται μέσα στο κύτταρο.

ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΓΟΝΙΔΙΟ

Από αυτές

κλινικώς

χρήσιμες

είναι Α&Β τρυπτάση

 

ΕΝΖΥΜΑ

TPSAB1

Τρυπτάση Α-1

TPS AB1

Τρυπτάση Β-1

TPSB2

Τρυπτάση Β-2

TPSG1

Τρυπτάση γ

PRSS22

Τρυπτάση ε

Αυξημένες τιμές Β’ τρυπτάσης ανευρίσκονται στις αφυλακτικές και αναφυλακτοειδές αντιδράσεις.

Επίσης η τρυπτάση αυξάνεται στην αλλεργία από τροφές.

Η τρυπτάση χρησιμοποιείται για την διάγνωση της μαστοκύττωσης – αναφυλαξίας – Σύνδρομο ενεργοποίησης μαστοκυττάρων.

Η μαστοκύττωση : Ομάδα σπάνιων νόσων

που συνοδεύεται από ανώμαλη αύξηση του αριθμού

των μαστοκυττάρων. Εκδηλώνεται με αλλοιώσεις

δέρματος (δερματική μορφή) – εντόπιση στα

σπλάνγχα (συστηματική μαστοκύττωση)

Οι τιμές τρυπτάσης αυξάνουν 1-2ώρες μετά την έναρξη των αλλεργικών συμπτωμάτων και σταδιακά ελαττώνονται 3-6ώρες μετά.

Χρόνος ημίσειας ζωής τρυπτάσης : 2ώρες.

Για την διερεύνηση, διάγνωση αναφυλαξίας 3 δείγματα αίματος λαμβάνονται στους παρακάτω χρόνους.

1ο ΔΕΙΓΜΑ : Εντός 1 ώρας από την έναρξη των συμπτωμάτων ή και πιο γρήγορα.

2ο ΔΕΙΓΜΑ : Όχι αργότερα από 4 ώρες από την έναρξη των συμπτωμάτων.

3ο ΔΕΙΓΜΑ : Μετά την πλήρη υποχώρηση των συμπτωμάτων.

Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΩΝ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ

ΑΙΜΑΤΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΕ ΔΙΑΣΤΗΜΑ (15΄-3ώρες)

Dr. ΝΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΑΚΜΑΝΗΣ

Ref. : - Βικιπαιδεια

-   Med. Line

ΣΧΕΣΕΙΣ-ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΒΑΣΕΟΦΙΛΟΥ-ΜΑΣΤΟΚΥΤΤΑΡΟΥ

Το ανοσολογικό σύστημα του ανθρώπου περιλαμβάνει πληθώρα κυττάρων όπως : μαστοκύτταρα – φυσικά φονικά κύτταρα – βασεόφιλα – ουδετερόφυλα – μονοκύτταρα – Β & Τ κύτταρα – μακροφάγα – δενδρικά κύτταρα – ηωνισόφυλα.

Τα λευκά αιμοσφαίρια αποτελούν την «αμυντική» στρατιά του οργανισμού του ανθρώπου εξουδετερώνοντας ιούς – μικρόβια – παράσιτα – μύκητες.

Τα μαστοκύτταρα και βασεόφιλα κύτταρα αποτελούν 2 κατηγορίες λευκών αιμοσφαιρίων και είναι κοκκιοκύτταρα αμφότερα.

Τα κοκκία τα οποία διαθέτουν στην επιφάνειά τους περιέχουν ένζυμα (ηπαρίνη – ισταμίνη – αντιπηπτικό).

Πρέπει να σημειωθεί ότι το μαστοκύτταρο όπως και το βασεόφιλο παίζουν πρωταρχικό ρόλο στην αρχική φάση της φλεγμονώδους αντίδρασης.

Τα κοκκία των 2 κυττάρων διαφέρουν και σε αριθμόν μεταξύ τους.

Το μαστοκύτταρο έχει 1000 μικρά κοκκία ενώ το βασεόφιλο περιέχει περί τα 80 κοκκία μεγαλύτερης εμφάνισης.

ΜΑΣΤΟΚΥΤΤΑΡΟ – ΣΙΤΕΥΤΙΚΟ ΚΥΤΤΑΡΟ – ΛΥΒΡΟΚΥΤΤΑΡΟ (ΜΣΛ)

Η αποκοκκίωση είναι λειτουργία για την οποία καταναλώνεται ΑΤΡ και προϋποθέτει εισαγωγή Ca++ στον κύκλο μεταβολισμού.

Οι λειτουργίες των μαστοκύτταρων είναι πολλαπλές στην – επούλωση κακώσεων – παθογένεια αυτοάνοσων νόσων – (Ρευματοειδής αρθρίτιδα – φυσαλιδώδες πεμφυγοειδές).

Εμπλέκονται επίσης στην συγκέντρωση κυττάρων φλεγμονής στις πάσχουσες αρθρώσεις ή στο δέρμα.

Η δράση τους αυτή ρυθμίζεται από την Παραγωγή αντισωμάτων και συστατικών του συστήματος του συμπληρώματος.

Μετά την ενεργοποίηση μέσω των υποδοχέων FcR1 που διαθέτουν υψηλή συγγένεια με IgE τα σιτευτικά κύτταρα ελευθερώνουν 100% των περιεχομένων των κυστιδίων τους, και των προσχηματισμένων «μεσολαβητών» «διαβιβαστών» μέσω μηχανισμών εξωκύτωσης.

Υφίσταται μείωση του αριθμού των μαστοκυττάρων λόγω της αποκοκκίωσης και συμβαίνει γενικά στις αντιδράσεις τύπου 1 υπερευαισθησία.

Τα κύτταρα αυτά περιέχουν (Ιντερλευκίνη-4), αντιφλεγμονώδεις κυποκίνες ή απελευθέρωση των οποίων πυροδοτεί την επαγωγή παρατεταμένης απελευθέρωσης 1L-4, 1L-5 από τα λεμφοκύτταρα του αίματος.

Γενικά τα μαστοκύτταρα αποτελούν κυρίως συντελεστές στις αλλεργικές αντιδράσεις και αυτό αποδίδεται :

α) στην ανατομική ΥΠΟΒΛΕΝΝΟΓΙΑ ΕΝΤΟΠΙΣΗ ΤΟΥΣ,

β) στις ανατομικές θέσεις που καταλαμβάνουν (βλεννογόνους αεραγωγών – βλεννογόνους πεπτικού συστήματος),

θέσεις που προσβάλλονται από περιβαλλοντικά αλλεργιογόνα!!

https://uploads.wikimedia.org/widipedia/commons/thumb/f/f4/Mast_cell_leukemia.jpg" width="300" height="256" />

Εικόνα 1

Βασεόφιλο κύτταρο

ΣΧΕΣΕΙΣ ΒΑΣΕΟΦΙΛΟΥ – ΜΑΣΤΟΚΥΤΤΑΡΟΥ

  • · ΒΑΣΕΟΦΙΛΟ ΚΥΤΤΑΡΟ

Το Βασεόφιλο κύτταρο ανήκει στα λευκά αιμοσφαίρια του αίματος.

Φέρει κοκκία στην επιφάνειά του, τα οποία περιέχουν κυρίως ισταμίνη και κυτταρίνη.

Οι ουσίες αυτές παίζουν βασικό ρόλο στην ανάπτυξη της φλεγμονώδης αντίδρασης, στις αλλεργικές αντιδράσεις, στο βρογχικό άσθμα.

Βρίσκονται τα βασεόφιλα στην επιδερμίδα, στον βλεννογόνο του σώματος.

Τα βασεόφυλα αποτελούν το 1% του συνόλου των λευκών αιμοσφαιρίνης και 0,01% - 0,3% των λευκής αιμοσφαιρίων που κυκλοφορούν.

Το βασεόφιλο παράγεται στο μυελό των οστών από το μυελοειδείς πολυδύναμο κύτταρο.

Το βασεόφιλο συντελεί γενικά στην πήξη αίματος και στις αλλεργικές αντιδράσεις

Το όνομά τους οφείλεται στην ευαισθησία που εμφανίζουν στην χρώση από βασικές χρωστικές ουσίες.

Τα βασεόφιλα για πρώτη φορά περιγράφονται από τον Paul Echrich το 1879, ο οποίος ένα χρόνο πριν είχε ανακαλύψει μορφολογικά όμοια κύτταρα (;) στους ιστούς και τα ονόμασε μαστοκύτταρα.

Μέχρι προ ολίγων ετών λήψη της υπάρχουσας ομοιότητας με τα μαστοκύτταρα, τα βασεόφιλα θεωρούνταν υποκατηγορία των μαστοκυττάρων.

Νεότερες όμως έρευνες απέδειξαν ότι τα βασεόφιλα ολοκληρώνουν τη συνολική διαφοροποίησή του στον μυελό των οστών και στην συνέχεια επέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος ενώ αντίθετα τα μαστοκύτταρα δεν ανιχνεύονται στο αίμα (παρά μόνον σε πρώϊμες μορφές) οι οποίες θα ολοκληρώσουν την διαφοροποίηση στους ιστούς του σώματος, λαμβάνοντας φαινότυπο από την διαφοροποίηση αυτής.

Επίσης τα ώριμα μαστοκύτταρα των ιστών φαίνεται ότι μπορούν να πολλαπλασιαστούν και στην συνέχεια να επανέλθουν στην κυκλοφορία, ενώ τα ώριμα κυκλοφορούντα βασεόφιλα έχουν χάσει την δυνατότητα πολλαπλασισμού τους.

Μορφολογικά τα βασεόφιλα περιέχουν μεγάλους κυτταροπλασματικούς κόκκους οι οποίοι επισκιάζουν τον πυρήνα τους (εύρημα μικροσκοπίου) που εμφανίζεται λοβωτός.

ΔΡΑΣΗ ΒΑΣΕΟΦΙΛΩΝ

Τα βασεόφιλα λαμβάνουν μέρος στα αλλεργικά φαινόμενα υποδοχείς κυτταρικής επιφάνειας για δέσμεση IgE παρασιτικής λοίμωξης (π.χ. τσιμπούρια).

Πρόσφατες έρευνες έδειξαν επίσης των επίδραση των βασεόφιλων στην ρύθμιση των Τ-κυττάρων (δευτερογενής ανοσολογική απόκριση).

Τα βασεόφιλα διαθέτουν πολλούς ανοσοφαινότυπους – FceR1 – CDI23 – CD69+ - 2B4+ - CDIIb – CDI22 – A4 & B4 αρνητικής ιντεγκρίνης.

Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι τα βασεόφιλα μπορεί να καθοριποιήσουν θετικά κύτταρα για τα αντιγόνα – CDI3 – CD44 – CD59 – CD….. κ.α.

Η ενεργοποίηση των βασεόφιλων προκαλεί απελευθέρωση – ισταμίνης – πρωτεογλυκάνων (ηπαρίνη, χονδροϊτίνη) – πρωτεολυτικών ενζύμων (ελαστάση, λυσοφωσφολιπάση) – κυτταρικίνων – λευκοτριένων – ιντερλευκίνη 4 (βασικός παράγοντας αλλεργίας και παραγωγή IgΕ αντίδρασης).

Η ισταμίνη όπως και οι πρωτογλυκάνες είναι προ-αποθηκευμένες σε κόκκους των κυττάρων, οι άλλες ουσίες δημιουργούνται άμεσα.

Αύξηση των βασεόφιλων επί κλινικού επιπέδου μφανίζεται – σε μυελο-υπεριπλαστικές καταστάσεις (αληθής πολυκυτταραιμία, Χ.Μ.Λ., μυελοσκλήρυνση) – βασεοφιλική λευκαιμία.

Η αύξηση των βασεόφιλων εμφανίζεται – στην ελκώδη κολίτιδα – μυξοίδημα – αντιδράσεις υπερευαισθησίας.

Υπάρχουν 2 τύποι μαστοκυττάρων που προκύπτουν από τη περιεκτικότητα σε πρωτεϊνάση TC μαστοκύτταρα και Τ cell.

TC ΜΑΣΤΟΚΥΤΤΑΡΟ και T cell ΜΑΣΤΟΚΥΤΤΑΡΟ

Τα μαστοκύτταρα περιέχουν πρωτεάσεις (τρυπτάση – χυμοθρυψίνη proteinate).

Τα Τ μαστοκύτταρα περιέχουν τρυπτάση.

ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣΤΟΚΥΤΤΑΡΟΥ – ΒΑΣΕΟΦΙΛΟΥ

-        Αμφότερα είναι λευκά αιμοσφαίρια και είναι κοκκιοκύτταρα.

-        Εμφάνιση και λειτουργία των κυττάρων είναι παρόμοιες.

-        Περιέχουν ισταμίνη, ηπαρίνη.

-        Αμφότερα τα κύτταρα αυτά προέρχονται από τα CD4 «προγονικά κύτταρα» μυελού.

-        Συμμετέχουν αμφότερα στις αλλεργικές αντιδράσεις, φλεγμονές.

-        Αμφότερα τα κύτταρα ασκούν «εκτελεστικό ρόλο» στην έμφυτη και επίκτητη ανοσία.

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΗ ΜΑΣΤΟΚΥΤΤΑΡΟΥ ΚΑΙ ΒΑΣΕΟΦΙΛΟΥ

-        Το μαστοκύτταρο ανήκει στα λευκά αιμοσφαίρια, είναι κοκκιοκύτταρο με μεγαλύτερο μέγεθος από τα βασεόφιλα κύτταρα.

-        Το μαστοκύτταρο κυκλοφορεί σε άωρες και ώριμες μορφές στούς ιστούς του σώματος.

-        Το βασεόφιλο ωριμάζει στο μυελό των οστών και κατόπιν κυκλοφορεί στο αίμα.

-        Το μαστοκύτταρο βρίσκεται στους ιστούς αλλά όχι το βασεόφιλο.

-        Το μαστοκύτταρο περιέχει ανά κύτταρο 1000 κοκκία ενώ το βασεόφιλο 80 μόνον κοκκία/κύτταρο.

-        Επίσης κοκκία των μαστοκυττάρων είναι 6 φορές μικρότερα σε σύγκριση με τα κοκκία του βασεόφιλου.

-        Το μαστοκύτταρο διαθέτει στρογγυλό πυρήνα, το βασεόφιλο διαθέτει διπολικό πυρήνα.

Dr. ΝΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΑΚΜΑΝΗΣ

Ref. : - Βικιπαιδια

-        Ess. Of clin. Imm.

-        Merck Man 18th

ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ - ΚΙΝΗΤΙΚΗ ΣΙΔΗΡΟΥ (Fe)

 

Ο Fe αποτελεί το αναγκαίο συστατικό για την δημιουργία της αίμης (αίμη + σφαιρίνη → αιμοσφαιρίνη), ουσίας απαραίτητης για την σύνθεση της αιμοσφαιρίνης.

Το συνολικό ποσό της Fe στον ανθρώπινο οργανισμό ανέρχεται σε 4 γραμμάρια (2-6γρ) και εξαρτάται από το βάρος σώματος και του ποσού της αιμοσφαιρίνης του αίματος.

Από το συνολικό ποσό του Fe το 65% αυτού, βρίσκεται στην αιμοσφαιρίνη, ποσοστό 5% στη μυοσφαιρίνη, και διάφορα ένζυμα (καταλάση, υπεροξειδάση, κυττοχρώματα) και το υπόλοιπο 30% στις σιδηραποθήκες του οργανισμού.

Το ποσόν του Fe, που χρειάζεται ο οργανισμός για τη σύνθεση της αιμοσφαιρίνης είναι 25-30mg / 24ωρο, ενώ το ποσόν του Fe που αποβάλλεται στον αντίστοιχο 24ωρο είναι 1-1,5mg.

Το ποσόν αυτό αποβάλλεται με τα κόπρανα, το δέρμα, τα ούρα.

Ο Fe του οργανισμού ο οποίος προέρχεται από την καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων, με την φυσιολογική στις 120 ημέρες καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων επαναχρησιμοποιείται μεταφερόμενος δια της κυκλοφορίας στο μυελό των οστών.

Ποσά Fe (1-2mg) λαμβάνει ο ανθρώπινος οργανισμός με το καθημερινό σιτηρέσιο.

Πλούσιες τροφές σε Fe είναι – ήπαρ (ειδικά το Βόειο) – κρέαςαυγάξηρά φρούτασπανάκιφακές.

ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ Fe

O Fe απορροφάται στο 12δάκτυλο και τη νήστιδα με την ΔΙΣΘΕΝΗ ΠΑΝΤΑ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ (Fe++).

Αυτό επιτυγχάνεται διά της αναγωγής του Fe+++ (τρισθενής) σε Fe++ με την επίδραση του Hcl (υδροχλωρικού οξέος – ασκορβικού οξέος – πρωτεΐνες).

Ιδιαίτερη σημασία για την απορρόφηση του σιδήρου (Fe) έχει το μέσα στα κύτταρα του βλεννογόνου των εντέρων, σύστημα φερριτίνης - αποφερριτίνης. Η δράση του συστήματος είναι η εξής.

Ο τρισθενής Fe των τροφών ανάγεται μέσα στο πεπτικό σωλήνα σε δισθενή.

Ο δισθενής αυτός Fe (Fe++) εισέρχεται στα επιθηλιακά κύτταρα του εντερικού βλεννογόνου και ενώνεται με την πρωτεΐνη ΑΠΟΦΕΡΡΙΤΙΝΗ και σχηματίζεται έτσι η ΦΕΡΡΙΤΙΝΗ.

Κατά την ενσωμάτωση αυτή ο Fe επανέρχεται στον τρισθενή του μορφή (Fe+++).

Η Φερριτίνη ακολουθεί τις ανάγκες σε Fe του οργανισμού, παρέχει ανάλογα την κατάλληλη ποσότητα Fe στη γενική κυκλοφορία (βλ. σχήμα).

                         
   

Φερριτίνη (Fe+++)

↑↓

Fe++

+

αποφερριτίνη

 
 

Fe++

 
   

Fe+++

 
 
    clip_image001.gif     clip_image002.gif
 
 

τροφών αναχθείς

 
   

Πλάσμα αίματος

 
 
 

 

(Γαστρεντερικός σωλήνας)

Κύτταρα εντερικού

βλεννογόνου

 

ΜΕΤΑΦΟΡΑ Fe

Ο Fe που απορροφάται από τα κύτταρα του βλεννογόνου του εντέρου και επίσης ο Fe που απελευθερώνεται από την καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων μεταφέρεται :

α) ΣΤΟ ΜΥΕΛΟ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ : Χρησιμοποιείται από τους νορβοβλάστες για παραγωγή αιμοσφαιρίνης.

β) ΣΤΟΥΣ ΜΥΣ : που χρησιμοποιείται για τη σύνθεση της μυοσφαιρίνης των μυών.

γ) ΣΤΟΥΣ ΙΣΤΟΥΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ : όπου συμβάλλει στη σύνθεση ενζύμων (καταλάση, υπεροξειδάση, κυττοχρώματα).

δ) ΣΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΑΠΕΚΚΡΙΣΗΣ : δέρμα – νεφρά.

ε) ΣΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗΣ : μυελός οστών, ήπαρ, σπλήνα, πάγκρεας, λεμφαδένες, φλοιό επινεφριδίων, κύτταρα του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος (Δ.Ε.Σ.).

Τα παραπάνω μέρη (όργανα και ιστοί) στα οποία αποθηκεύεται ο Fe χρησιμεύουν σαν «ΣΙΔΗΡΑΠΟΘΗΚΕΣ» του οργανισμού (αποθήκευση Fe υπό μορφήν φερριτίνης ή αιμοσιδηρίνης).

Ο Fe κυκλοφορεί στο πλάσμα του αίματος συνδεμένος με λεύκωμα, το οποίο ανήκει στο κλάσμα Β1-σφαιρινών) και ονομάζεται ΤΡΑΝΣΦΕΡΡΙΝΗ ή ΣΙΔΗΡΟΦΥΛΛΙΝΗ (Transferrin ή siderophilin ή iron Binding globulin).

Στα φυσιολογικά άτομα η ικανότητα προς σύνδεση Fe του πλάσματος ανέρχεται στα 300-400γ/100cc πλάσματος.

Στις φυσιολογικές συνθήκες η σιδηροφυλλίνη είναι κορεσμένη με Fe κατά το 1/3 (από αυτό προκύπτει ότι ο Fe πλάσματος εμφανίζει τιμή 80-120γ%).

ΤΟ ΠΟΣΟΝ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΤΟΥ ΠΛΑΣΜΑΤΟΣ / ΟΛΙΚΟ ΠΟΣΟ ΣΙΔΗΡΟΦΥΛΛΙΝΗΣ ΚΑΛΕΙΤΑΙ ΠΟΣΟΣΤΟ ΚΟΡΕΣΜΟΥ – Φ.Τ. 30% - 38%.

Η τιμή του Fe και της σιδηροφυλλίνης του πλάσματος εμφανίζουν μεταβολές σε διάφορα νοσήματα.

Έτσι :

Fe ↓ σε :

Fe ↑ σε :

Ø Σιδηροπενικές αναιμίες

Ø Διάφορες συστηματικές λοιμώξεις

Ø Ρευματοειδή αρθρίτιδα

Ø Νεοπλασίες

Ø Αιμολυτικές αναιμίες (συγγενείς και επίκτητες)

Ø Κακοήθεις μεγαλοβλαστικές αναιμίες

Ø Αιμοχρωματώσεις

Ø Ηπατίτιδες.

Dr. ΝΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΑΚΜΑΝΗΣ

Ref : - Merck Man 19th ed.

                                                - Β. Αγγελόπουλου Κλιν. Παθ. Φυσιολ. Τόμος Α΄.

ΒΑΣΕΟΦΙΛΑ

ΠΕΡΙΦΕΡΙΚΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ ΚΥΤΤΑΡΑ

Αποτελούν 10% του συνόλου των λευκωκυττάρων. Η ρίζα της λέξης, ετυμολογική προέλευση, από την σύνθεση των λέξεων (Βάση + philein: αγάπη).

Συνέχεια ανάγνωσης

ΑΥΞΗΣΗ ΑΝΟΣΟΣΦΑΙΡΙΝΗΣ D

(ΥΠΕΡΑΝΟΣΟΣΦΑΙΡΙΝΑΙΜΙΑ D) ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗΣ ΠΥΡΕΤΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ (ADTIK)

Το σύνδρομο αυτό για πρώτη φορά αναφέρεται το έτος 1984 από τον γιατρό Jos van der Meer.

Σπάνιο σύνδρομο με σύνολο 300 περιπτώσεων σε παγκόσμια κλίμακα.

Συνέχεια ανάγνωσης

ΑΝΘΡΩΠΕΙΟΣ ΑΝΟΣΟΣΦΑΙΡΙΝΗ-HUMAN IMMUNE GLOBALIN (AGG)

H AGG αποτελεί διάλυμα συμπυκνωμένων αντισωμάτων, το οποίο παρασκευάζεται από πλάσμα υγιών φυσιολογικών ατόμων.

Αποτελείται κυρίως από IgG (ανοσοσφαιρίνη G) αλλά μπορεί να περιέχει μικρές ποσότητες (ίχνη) ανοσοσφαιρίνης Α (IgA), ανοσοσφαιρίνης Μ (IgM) όπως και άλλες πρωτεΐνες του πλάσματος.

Το διάλυμα το οποίο χορηγείται για τη δημιουργία παθητικής ανοσοποίησης μπορεί σε σπάνιες περιπτώσεις να περιέχει λοιμογόνους ιούς (π.χ. ηπατίτιδα Β – C – HIV).

Το διάλυμα παραμένει σταθερό σε θερμοκρασία 4oC για πολλούς μήνες και χορηγείται ενδομυϊκά.

Συνέχεια ανάγνωσης

RHESUS ΑΝΟΣΟΣΦΑΙΡΙΝΗ

Rh immune globulin (RhIg)


Η RhIg χορηγείται ΙΜ ή IV με σκοπό την πρόληψη δημιουργίας αντισωμάτων από την μητέρα προς τον παράγοντα Rhesus των παιδιών. Το σκεύασμα περιέχει υψηλούς τίτλους αντισωμάτων anti-Rh που ουδετεροποιούν τα Rh θετικά ερυθρά αιμοσφαίρια του εμβρύου.

Η δημιουργία των αντισωμάτων αυτών θα είχε σαν αποτέλεσμα αιμορραγίες (νεογνού και μητέρας).

Η ενδομυϊκή συνηθισμένη δόση της RhIg είναι 300μg και χορηγείται σε μητέρα με Rhesus παράγοντα αρνητικό αμέσως μετά τον τοκετό διάστημα 72 ωρών (νεκρό ή ζωντανό έμβρυο) εκτός αν το παιδί είναι Rho (D) και Do αρνητικό ή ο ορός στις μητέρες περιέχει αντισώματα (RhoD).

Αν η εμβρυομητρική αιμορραγία είναι > 30mL μεγαλύτερη δόση RhIg απαιτείται.

Συνέχεια ανάγνωσης

ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ - ΛΕΜΦΟΓΕΝΗΣ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ (Χ.Λ.Π.)

Η Χ.Λ.Λ. αναφέρεται σαν νόσημα για πρώτη φορά τον 19ο αιώνα από Ευρωπαίους γιατρούς που την ονόμασαν Weissesblut = whiteblood = λευκό αίμα.

Η συχνότητα της Χ.Λ.Λ. αυξάνει παράλληλα με την ηλικία.

Εκδηλώνεται συνήθως μετά τα 50 χρόνια [(με μέση ηλικία εκδήλωσης 70 χρόνια) όπου 15 άτομα στα 100.000 άτομα εμφανίζουν Χ.Λ.Λ.].

Οι άνδρες προσβάλλονται 2-3 φορές περισσότερο από τις γυναίκες.

Συνέχεια ανάγνωσης

Η έννοια του ΓΔ αναπτύσσεται αρχικά στη δεκαετία του 1980, όπου για πρώτη φορά αναφέρεται ότι διαφορετικά τρόφιμα, τα οποία περιέχουν στη σύνθεσή τους την ίδια ποσότητα από υδατάνθρακες, δεν ασκούν την ίδια επίδραση στα επίπεδα του σακχάρου αίματος του ανθρώπινου οργανισμού.

π.χ. 30g ψωμί με τους υδατάνθρακες που περιέχει δεν έχει την ίδια επίδραση 30g υδατανθράκων που βρίσκονται σε φρούτα ή ζυμαρικά.

Συνέχεια ανάγνωσης

e-genius.gr ...intelligent web software