Αιματολογία

ΜΗ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ - ΜΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ  ΕΡΥΘΡΟΠΟΙΗΣΗ (Μ.Π.Ε.)  

 
Σαν μη παραγωγική ερυθροποίηση ορίζεται η κατάσταση εκείνη που περιγράφει την πρόωρη καταστροφή των αναπτυσσόμενων ερυθροειδών κυττάρων στον μυελό των οστών που στις φυσιολογικές συνθήκες ερυθροποίησης συμβαίνει σε μικρό βαθμό.
Η Μ.Π.Ε. εμφανίζεται σε διαταραχές του νουκλεϊνικού οξέος της αιμοσφαιρίνης, της έλλειψης φυλλικού οξέος, της έλλειψης Β12 και Β6, στην δηλητηρίαση από Μόλυβδο (Pb).
Επίσης, Μ.Π.Ε. συνοδεύει το μυελοδυσπλαστικό σύστημα, συγγενή δυσερυθροποίηση και χαρακτηρίζεται από την άφθονη παρουσία δυσλειτουργικών προγονικών κυττάρων. Επίσης η σιδηροπενική αναιμία, κακοήθης αναιμία, θαλασσαιμία αποτελούν εκδηλώσεις της Μ.Π.Ε. 
Η πρόωρος καταστροφή των ερυθροκυττάρων που χαρακτηρίζει την Μ.Π.Ε. προκαλεί αύξηση της χολερυθρίνης στο αίμα.
Στην περίπτωση φυσιολογικής λειτουργίας του ήπατος η τιμή της χολερυθρίνης στον ορό δεν υπερβαίνει τα 4mg/dL.
Σε περιπτώσεις που η τιμή της χολερυθρίνης είναι πολύ υψηλή και αποτελεί κλάσμα συνδεδεμένης χολερυθρίνης μπορεί να εμφανιστεί άμεσο κλάσμα αυτής (έμμεση χολερυθρίνη : δεσμός λευκωματίνης και χολερυθρίνης), άμεση χολερυθρίνης (ελεύθερη χολερυθρίνη χωρίς την παρουσία λευκωματίνης. Η άμεσος μορφή της χολερυθρίνης μπορεί να αποβληθεί και ανευρίσκεται στα ούρα σε αντίθεση με την έμμεσο χολερυθρίνη που όντας μεγαλομοριακό μόριο δεν αποβάλλεται, δεν ανευρίσκεται στα ούρα.
Άμεσο επακόλουθο της μη παραγωγικής ερυθροποίησης είναι η αύξηση της απορρόφησης του σιδήρου (Fe) και η εναπόθεση αυτού στους ιστούς του σώματος.
Στην φυσιολογική ερυθροποίηση αυτή συμβαδίζει παράλληλα με τα ποσά του σιδήρου στο αίμα με αποτέλεσμα απόλυτη ισορροπία της χρήσης του σιδήρου από τον οργανισμό των θηλαστικών για την δημιουργία νέων ερυθροβλαστών όπως και ανακύκλωση του Fe από την φυσιολογική καταστροφή των «γεγηρακοτών» ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Ο Fe διαθέτει μοναδικές ιδιότητες που συντελούν άμεσα στην λειτουργία συστημάτων όπως η ορομετατροπή του Fe+++ (τρισθενής) σε Fe++ (δισθενής) καθιστά αυτόν φορέα 02 και πρωτεϊνών όπως της αιμοσφαιρίνης και μυοσφαιρίνης όπως και των οξειδοαναγωγικών ενζυμικών συστημάτων αλλά και την δημιουργία βλαβερών οξειδωτικών ριζών.
Αν συνεχιστεί η εναπόθεση αυτή του Fe εμφανίζονται βλάβες στην καρδιά – ήπαρ – ενδοκρινείς αδένες, που μπορεί να προκαλέσουν το θάνατο στην 3η-4η δεκαετία του πάσχοντος ατόμου.
Η διατάραξη αυτής της ισορροπίας του Fe αποτελεί την υποκείμενη αιτία νοσημάτων με εμφάνιση ευρείας κλίμακας νόσων από αναιμίας μέχρι αιμοχρωμάτωσης.
 
Η μη παραγωγική ερυθροποίηση όπως και η χρόνια αιμόλυση προκαλούν αύξηση του μεγέθους του σπληνός (σπληνομεγαλία) και αυξημένη μεταβολική δραστηριότητα αυτού (υπερσπληνισμό).
Η αύξηση του μεγέθους της σπλήνας επιτείνει την αναιμία και πολλές φορές προκαλεί λευκοπενία (μείωση του αριθμού των λευκών) και θρομβοπενία (μείωση του αριθμού των αιμοπεταλίων).
Παρατήρηση : Ο υπερσπληνισμός είναι λειτουργική έννοια και δεν προϋποθέτει αύξηση των ορίων της σπλήνας τις περισσότερες βέβαια φορές ο υπερσπληνισμός συνοδεύεται από σπληνομεγαλία.
 
ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΜΦΑΝΙΖΟΥΝ ΜΗ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΕΡΥΘΡΟΠΟΙΗΣΗ
ΜΕΓΑΛΟΒΛΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ (Μ.Α.)
Σάν αναιμία ορίζεται η μείωση του αιματοκρίτη και των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Η ανώμαλη σύνθεση του DNA και η μη Μ.Π.Ε. χαρακτηρίζουν την Μ.Α. 
Η Βιταμίνη Β12 και το φυλλικό οξύ είναι απαραίτητα δομικά στοιχεία για τον σχηματισμό πουρίνης, δακτυλίου πυριμιδίνης με επακόλουθη σύνδεση του DNA του κυττάρου, όλου του οργανισμού αλλά ειδικά των ερυθρών αιμοσφαιρίων η ωρίμανση του πυρήνα των ερυθροβλαστών καθυστερεί σε σύγκριση με τα φυσιολογικά.
Η Μ.Α. χαρακτηρίζεται από την παρουσία μεγαλοβλαστών στο περιφερικό αίμα (μεγάλα εμπύρηνα ερυθρά αιμοσφαίρια) αλλά επηρεάζει και τα άλλα ταχέως διαιρούμενα κύτταρα του οργανισμού όπως επιθηλιακά κύτταρα στόματος, γλώσσας, λεπτού εντέρου. 
Η Β12 εμφανίζει «αποθήκες» στον ανθρώπινο οργανισμό 2-5mg. Η ημερήσια κατανάλωση Βιτ. Β12 είναι 1-3μg.
Η Βιτ. Β12 περιέχεται σε τροφή ζωϊκής προέλευσης (συκώτι-ψάρι-κρέας-αυγά-γαλακτοκομικά προϊόντα).
Οι κατά συνείδηση χορτοφάγοι μπορεί να αναπληρώνουν την έλλειψη Β12 με διάφορα συμπληρώματα διατροφής (φυτικά γάλατα-προϊόντα σόγιας-δημητριακά).
 
ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗ ΒΙΤ. Β12 ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ 
Ενδογενής παράγοντας : Γλυκοπρωτεΐνη. Παράγεται από τα τοιχώματα του στομάχου και είναι απαραίτητος για την απορρόφηση Β12.
Ο παράγοντας αυτό όπως και το υδροχλωρικό οξύ του στομάχου είναι απαραίτητα για την απορρόφηση της Β12 των τροφών.
Η ατροφική γαστρίτιδα, η γαστρεκτομή, κακοήθης αναιμία (αυτοάνοσου αιτίας αναιμία) οδηγεί σε μείωση έκκρισης τον ενδογενή παράγοντα.
 
Επί ολικής γαστρεκτομής ανεπάρκεια Β12 θα εμφανιστεί μέσα στα επόμενα 5 χρόνια (φυσιολογικά μεγάλα αποθέματα Βιτ. Β12 του οργανισμού) ενώ σε μερική γαστρεκτομή εμφανίζεται Μ.Α. στο 10% * 20% των περιπτώσεων.
Το ένζυμο παγκρεατική θρυψίνη είναι απαραίτητο στοιχείο της απορρόφησης Βιτ. Β12 (Δυσλειτουργία του παγκρέατος δημιουργεί Μ.Α.).
Ο τελικός ειλεός (τμήμα εντέρου) απορροφάει φυσιολογικά την Β12 (Εκτομή αυτού π.χ. ν. Grohn δημιουργεί Μ.Α.).
Η υπέρμετρη επίσης ανάπτυξη μικροβίων στο λεπτό έντερο και η κατανάλωση της Βιτ. Β12 από αυτά δημιουργεί Μ.Α.
Η κατάσταση αυτή προέρχεται από διαταραχή κινητικότητας του εντέρου, υπογαμμασφαιρίνης, ανεπάρκεια της ειλεοτυφλικής βαλβίδας (π.χ. μετά εκτομή του τελικού ειλεού) η οποία οδηγεί στην εύκολη μεταφορά μικροβίων από το παχύ στο λεπτό έντερο.
 
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ
Η εμφάνιση της αναιμίας γίνεται σταδιακά χωρίς ουσιαστικά συμπτώματα ενώ αργότερα εμφανίζονται συμπτώματα από το Κ.Ν.Σ. όπως και περιφερικό Νευρικό (Π.Ν.Σ.) με εμφανίση αιμωδίας, αίσθημα νυγμών στα άκρα, μείωση αντανακλαστικών, διαταραχές αισθητικότητας, παρέσεις, ορθοστατική υπόταση, ατονία ουροδόχου κύστης.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Αν δεν διαπιστωθεί έλλειψη Β12 και υπάρχουν 
τα παραπάνω συμπτώματα μπορεί να οφείλονται 
σε νευρολογικές ή ψυχιατρικές παθήσεις
 
Εργαστηριακή εικόνα : Υψηλή MGV>98
Λευκά 3.5 < 10.000/L
Αιμαπετάλια < 145.000/L
Αύξηση ομοκυστεΐνης
Βιτ. Β12 < 125pmol/L
Η ομοκυστεΐνη αυξάνεται σε έλλειψη Βιτ. Β12
Αλλά και έλλειψη
Βιτ. Β6, Β12, φυλλικού οξέος, έλλειψη, αλλά και σε stress, κάπνισμα
μεγάλη κατανάλωση καφέ, νεφρική ανεπάρκεια
 
Επίσης στη διάγνωση βοηθάει η μέτρηση οξύτητας γαστρικού όρου – πεψινογόνου αντισώματα – ΤΡΑΝΟΓΛΟΥΤΑΜΙΝΑΣΗΣ μέτρηση.
 
 
 
ΑΙΤΙΑ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΒΙΤ. Β12
ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΙΜΕΣ B12 (211-911pg/mL
ΜΕΙΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣΛΗΨΗ - Χορτοφαγική δίαιτα
- Θηλάζοντα βρέφη από μητέρες με ανεπάρκεια Β12.
 
ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ ΕΚΚΡΙΣΗ ΕΝΔΟΓΕΝΗ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ - Κακοήθης αναιμία
- Γαστρεκτομή
- Γαστρίτιδα
- Αυτοάνοση ατροφική γαστρίτιδα
- Συγγενής έλλειψη ενδογενή παράγοντα.
ΝΟΣΟΙ ΤΟΥ ΛΕΠΤΟΥ ΕΝΤΕΡΟΥ - Συνδρομή δυσαπορρόφησης 
- Εκτομή χειρουργική ειλεού
- Φλεγμονώδης νόσος εντέρου
- Σύνδρομο τυφλού έλικα
- Σύνδρομο Innerslud-Geadbeck : εκλεκτική δυσαπορρόφηση με πρωτεϊνουρία.
 
ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΠΑΓΚΡΕΑΤΟΣ
 
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΣΤΕΛΛΟΥΝ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗ ΒΙΤ. Β12 - Φάρμακα : Νεομυκίνη, Μετφορμίνη, Αναστολείς αντλίας πρωτονίων
- Αμινοσαλικυλικό οξύ
- Αναισθησία με N2O.
ΠΑΡΑΣΙΤΙΚΕΣ ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ - Λαμβλίες
- Βοθριοκέφαλος ο πλατύς
ΕΝΔΟΓΕΝΗ ΑΙΤΙΑ : Διαταραχές μεταφοράς και μεταβολισμού Β12 - Έλλειψη ανωμαλία της ΤΡΑΝΚΟΒΑΛΑΜΙΝΗΣ ΙΙ
- Διαταραχές σύνθεσης μεθυλ-κοβαλαμίνης
- Διαταραχές σύνθεσης μέθυλ-κοβαλαμίνης και αδενοσυλκοβαλαμίνη
(υπερομοκυστειναμία – μεθολμαλονίκη οξυαιμία).
 
ΜΕΘΥΛΜΑΛΟΝΙΚΗ ΟΞΥΑΙΜΙΑ : Ενδογενής διαταραχή μεταβολισμού Β12,  χαρακτηρίζεται από μεγαλοβλαστική αναιμία, λήθαργο, νοητική καθυστέρηση, επιληπτικές κρίσεις.
 
ΗΜΕΡΗΣΙΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΒΙΤ. Β12
ΕΝΗΛΙΚΕΣ  1μg
ΘΗΛΑΖΟΥΣΕΣ  1,4μg
ΕΓΚΥΕΣ  1,3μg
ΒΡΕΦΗ  0,4μg
 
ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΒΙΤ. Β12
Αναιμία – Μακροκύττωση – Υπερκατάτμηση των πυρήνων ουδετερόφιλων – Λευκοπενία – Θρομβοπενία – Αύξηση εμμέσου χολερυθρίνης – αύξηση LDH (λακτική δεϋδρογενάση).
 
ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ Β12
ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ - Καθυστέρηση ανάπτυξης
- Υποτονία
- Παραισθήσεις
- Δυσκολία βάδισης – αταξία
- Απώλεια μνήμης
- Απώλεια όρασης
ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ - Κατάθλιψη
- Αλλαγή προσωπικότητας
- Ψύχωση
ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ - Αδυναμία
- Ανορεξία / δυσκολία σίτισης
- Ευερεθιστικότητα
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Οι αυστηρά χορτοφάγοι ενήλικες σπάνια παρουσιάζουν μεγαλοβλαστική αναιμία.
 
ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟΣ ΒΙΤ. Β12
Η Βιτ. Β12 ανήκει στις υδροδιαλυτές βιταμίνες και λαμβάνει μέρος στον μεταβολισμό κάθε κυττάρου του οργανισμού του ανθρώπου. Περιέχει κοβάλτιο (κοβαλαμίνη).
Ιδιαίτερα σημαντική για την ομαλή λειτουργία του νευρικού συστήματος του ανθρώπου διότι λαμβάνει μέρος στον σχηματισμό της μυελίνης των νευρικών κυττάρων αλλά και στον μεταβολισμό των λιπαρών οξέων και αμινοξέων όπως και την ωρίμανση των ερυθρών αιμοσφαιρίων στον μυελό των οστών. Γενικά συμμετέχει στον μεταβολισμό όλων των κυττάρων. Βρίσκεται φυσιολογικά στις ζωϊκές τροφές. Η βασική πηγή του ανθρώπινου οργανισμού είναι οι μικροοργανισμοί του εντερικού συστήματος των χορτοφάγων ζώων. Εμφανίζεται σε 4 μορφές :
Κυανοκοβαλαμίνη
Υδροξοβαλαμίνη
Αδενοσυλκοβαλαμίνη
Μεθυλοκοβαλαμίνη
Η μεθυλοκοβαλαμίνη αποτελεί την δραστική φυσική μορφή της Βιτ. Β12. Μετατρέπει την ομοκυστεΐνη σε μεθειονίνη, 
 
- Ομοκυστεΐνη
- μεθειονίνη
παρέχοντας προστασία στο καρδιαγγειακό και νευρικό σύστημα. 
Η υδροξυκοβαλαμίνη παράγεται από μικρόβια, αποτελεί φυσική μορφή Β12. Τα από το στόμα αντισυλληπτικά μειώνουν αυτήν τη δράση. Χρήση σαν αντίδοτο για δηλητηρίαση. 
Δεν χορηγείται σε εγκύους από κυανιούχα (τζάκια, βιομηχανία-πηγές μόλυνσης).
Η κυανοκοβαλαμίνη και υδροξυκοβαλαμίνη χορηγούνται προληπτικά ή στην θεραπεία της έλλειψης Β12 διότι απορροφημένα μετατρέπονται σε αδενοσολκοβαλαμίνη και μέθυλ-κοβαλαμίνη που εμφανίζουν φυσιολογική δραστικότητα.
Ο μεταβολισμός της Β12 έχει ως εξής : Μετά την πρόσληψη τροφών η Β12 απορροφάται από το στομάχι με την βοήθεια του υδροχλωρικού οξέος και του ενδογενή παράγοντα που είναι γλυκοπρωτεΐνη η οποία παράγεται από να τοιχωματικά κύτταρα του στομάχου και απαραίτητα συμβάλλει στην απορρόφηση Β12 στο λεπτό έντερο και ειλεό.
Ο ενδογενής παράγοντας στον άνθρωπο κωδικοποιείται από GIF γονίδιο.
Έλλειψη της Β12 παρατηρείται στην ελαττωμένη απορρόφηση αυτής αχλωρυδρία : έλλειψη υδροχλωρικού οξέος ή μείωση αυτού με την χορήγηση φαρμάκων αναστολέων αντλίας πρωτονίων ή μειωμένη παραγωγή-έλλειψη ενδογενούς παράγοντα (ατροφική γαστρίτις). Έλλειψη εμφανίζουν οι ασθένειες λεπτού εντέρου ν. Grohn’s και v. Graves όπως και ο ερυθηματώδης συστηματικός λύκος.
Σημειώνεται ότι η μεθυλκοβοαλαμίνη αποτελεί την πιο δραστική μορφή Β12 εύκολα απορροφάται και παραμένει στους ιστούς του σώματος συγκριτικά με την συνθετική μορφή της κυανοβαλαμίνης.
Χρήση αυτών με δραστικό τρόπο από το ήπαρ, εγκέφαλο, νευρικό σύστημα.
- Μεσογειακή αναιμία (Μ.Α.)
- Θαλασσαιμία
- «Στίγμα»
- Νόσος Cooley, ονομασία από τον Αμερικάνο Παιδίατρο Cooley (1925)
 
Η θαλασσαιμία, η μεσογειακή αναιμία είναι αιμοσφαιρινοπάθειες (πήρε το όνομά της από την μεγάλη συχνότητα εμφάνισης της στην λεκάνη της Μεσογείου) και χαρακτηρίζεται από μη παραγωγική ερυθροποίηση με καταστροφή των πρόδρομων μορφών των ερυθρών στο μυελό. Τα κύτταρα της ερυθροβλαστικής σειράς προέρχονται από το ΜΥΕΛΟΕΙΔΕΣ προγονικό κύτταρο. 
Φυσιολογικά γίνεται πολύ μικρή καταστροφή των κυττάρων αυτών στον μυελό των οστών.
Οι θαλασσαιμίες αποτελούν ετερογενή ομάδα κληρονομικής αναιμίας. Οφείλονται σε μεταλλάξεις οι οποίες επιδρούν στη σύνθεση της αιμοσφαιρίνης.
Οφείλονται σε περισσότερες από 200 μεταλλάξεις για την β-Μ.Α. και άνω των 120 για την α-Μ.Α. Μεταβίβαση με τον υπολειπόμενο αντισωματικό χαρακτήρα. Χαρακτηρίζονται από πλήρη ή μερική αναστολή της σύνθεσης των σφαιρινικών αλύσεων που απαρτίζουν το μόριο HbA (φυσιολογική) α2, β2. Σοβαρότερες είναι οι α-β θαλασσαιμίες που ορίζονται από την μη παραγωγική αλυσίδα.
Όμως κάθε μεταβολή στη σύνθεση του νουκλεϊνικού οξέος, της αιμοσφαιρίνης έχει σαν αποτέλεσμα την μη παραγωγική ερυθροποίηση.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι το στίγμα της θαλασσαιμίας (ετερόζυγη μορφή) εμφανίζει διαγνωστική δυσκολία με την αναιμία εξ ελλείψεως σιδήρου.
Και τα δύο νοσήματα εμφανίζουν χαμηλό όγκο ερυθρών (MCV) και χαμηλό ποσό αιμοσφαιρίνης ανά ερυθρό αιμοσφαίριο (MCH). Τα άτομα με «στίγμα θαλασσαιμίας» μπορεί να έχουν υψηλό αριθμό ερυθρών αιμοσφαιρίων με σύνοδο μικρού βαθμού αναιμία.
Είναι γνωστό ότι τα αιμοπετάλια συντελούν ουσιαστικά στην φυσιολογική πήξη του αίματος.
Εργαστηριακά ευρήματα β’ θαλασσαιμίας :
- Αναιμία (90% σε μη αποδοτική ερυθροποίηση) (40% σε αιμόλυση)
Κύρια διαταραχή β’- θαλασσαιμίας είναι η καταστροφή των ερυθροβλαστών εκτός του μυελού των οστών ενώ στην α’ – θαλασσαιμία τα κυκλοφορούντα ερυθρά καταστρέφονται στο δίκτυο ενδοθηλιακό σύστημα (ΔΕΣ) του σπληνός με επακόλουθο ΑΙΜΟΛΥΣΗ.
Β’ ΘΑΛΑΣΣΑΙΜΙΑ : Μορφολογία ερυθρών (ανισο-ποικιλο-μικροκυττάρων-υποχρωμία) ΜΕΗ MCT>ελάττωση
Αύξηση Α2
- Θρομβοεμβολικά επεισόδια (φλεβικά – αρτηρία)
- Αλλοιώσεις παραγόντων πήξεως και φυσιολογικών αναστολών αυτής με αποτέλεσμα ΥΠΕΡΠΗΚΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ (Υ.Κ.)
Στην (Υ.Κ.) συντείνουν και οι ανωμαλίες της μεμβράνης των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Στην θαλασσαιμία παρατηρούνται θρομβοεμβολικά επεισόδια (αρτηριών, φλεβών) με αλλοίωση παραγόντων πήξεως και των φυσιολογικών ανασταλτικών ουσιών.
Όλα αυτά προκαλούν ΥΠΕΡΠΗΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ (Υ.Κ.) στις θαλασσαιμίες.
Η Υ.Π. αυτή ενισχύεται και από τις υπάρχουσες ανωμαλίες της μεμβράνης των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Μείωση αιμοπεταλίων εμφανίζεται στη Διάχυτη Ενδαγγειακή Πήξη (Δ.Ε.Π.)
Τα ερυθρά αιμοσφαίρια μεταφέρουν οξυγόνο και περιέχει 350 εκατομμύρια μορίων Hb καθένα των οποίων μπορεί να μεταφέρει 4 μόρια οξυγόνου.
Τα λευκά αιμοσφαίρια καταπολεμούν τις λοιμώξεις. Αλλά η υπερπαραγωγή κυτοκίνων INFα, IFNγ ασκεί αρνητικό αποτέλεσμα στην αιμοποίηση της θαλασσαιμίας.
Επίσης τα Τ κύτταρα που αποτελούν θεμελιώδη λίθο για το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπου παράγονται από τα αρχέγονα αιμοποιητικά κύτταρα του μυελού.
Μερικά από τα πολυδύναμα κύτταρα θα διαφοροποιηθούν για «προγονικά κύτταρα» τα οποία εγκαταλείπουν τον μυελό των οστών και μέσω της κυκλοφορίας του αίματος εγκαθίστανται στον θυμό αδένα όπου και ωριμάζουν (άλλωστε η ονομασία τους Τ κύτταρα προέρχεται από τον Thyme).
Στην β’ θαλασσαιμία παρατηρείται μείωση λόγω CD4+/CD8+. Τα Τ-λεμφοκύτταρα είναι φυσιολογικά και ανοσοσφαιρίνες G.A.M. Κ.Φ. – Παρατήρηση, μείωση όλων των κυττοκίνων. Οι οξείες φλεγμονές στα άτομα με θαλασσαιμία προκαλούν επιδείνωση αναιμίας, αύξηση αναγκών μετάγγισης.
 
ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΑΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ
Η απομόνωση και η ανάλυση του γονιδιώματος,  ανάλυση των πεπτιδίων, η δυνατότητα εφαρμογής αυτών σε πειραματικά μοντέλα έχουν δώσει άλλες ερμηνείες και διαστάσεις στην πολυπλοκότητα των αντιδράσεων βιολογικών συστημάτων και κυττάρων όπως και την ερμηνεία αυτών, που αφορούν τις διαταραχές αιμοποίησης.
Επίσης, οι αναλύσεις των παραπάνω και μεταφορά τους σε μαθηματικά, υπολογιστικά πρότυπα, έχουν δώσει τεράστια ώθηση – κατανόησης στα στάδια της αιμοποίησης όπως την παραγωγή των διάφορων κυττάρων, στην ερμηνεία της κυκλικής ουδετεροπενίας, στις αντιδράσεις των προγονικών πολυδύναμων κυττάρων να παράγουν κυττοκίνες και στην ερμηνεία της εμφανιζόμενης αντίστασης χρήσης της imatinib = αναστολέας κινάσης στην θεραπεία της χρόνιας μυελογόνου λευχαιμίας.
 
ΘΑΛΑΣΣΙΑΜΙΕΣ
Είναι αυτοσωματικές υπολειπόμενες κληρονομικές νόσοι.
Χαρακτηρίζονται από την παραγωγή μικρών και υπόχρωμων (διαταραχή μορφολογική) των ερυθρών αιμοσφαιρίων σαν αποτέλεσμα συγγενής ελαττώματος στη σύνθεση της φυσιολογικής αιμοσφαιρίνης (Hb).
Η φυσιολογική Hb αποτελείται από 2 ζεύγη αλύσεων σφαιρίνης που κάθε μία συνδέεται με μία ομάδα αίμης (σύμπλεγμα Fe + πυρφορίνης).
Στο φυσιολογικό άτομο υπάρχουν 3Hb:
HbA (a:adult: ενήλικος) α2 Β2 αλυσίδες. Αποτελεί 97% της συνολικής Hb.
HbF (Fetal: εμβρυϊκή) α2 γ2 αλυσίδες. 1% ποσοστό.
HbA2 α2 δ2 (2%).
Ανάλογα αν υπολείπεται η σύνθεση αλυσίδων α ή β της φυσιολογικής Hb οι Θαλασσαιμίες διακρίνονται αντίστοιχα σε α και β.
Για τις αλυσίδες α υπάρχουν 2 γονιδιακοί τόποι που εντοπίζονται σε κάθε ένα από τα χρωμοσώματα 16 (επιμονής σύνολο 4 αλληλόμορφων γονιδίων).
 
ΑΛΛΗΛΟΜΟΡΦΑ ΓΟΝΙΔΙΑ
Γονίδια που δρουν για το ίδιο γνώρισμα
αλλά με διαφορετικό τρόπο.
Βρίσκονται στην ίδια θέση των ομόλογων
Χρωμοσωμάτων.
Το ζευγάρι των αλληλόμορφων γονιδίων
συνιστά τον ΓΟΝΟΤΥΠΟ ενώ η έκφραση που
συνιστά το ΦΑΙΝΟΤΥΠΟ.
Συνήθως από τα 2 αλληλόμορφα
γονίδια το ένα επικρατεί του άλλου.
 
Όταν υπάρχει απάλειψη (deletion) και των 4 γονιδίων προκύπτει η α-Θαλασσαιμία (σοβαρή νόσος – προκαλεί θάνατο εμβρύου ενδομητρικά).
Όταν απαλείφονται 2 μόνον από τα 4 γονίδια (από το ίδιο χρωμόσωμα 16 και τα 2 ή ένα από καθένα από τα 2 χρωμοσώματα προκύπτει η κατάσταση, Φορέας.
Θαλασσαιμία Β οφείλεται σε μετάλλαξη των 2 γονιδίων από τα οποία εξαρτάται η σύνθεση των αλυσίδων Β.
Τα γονίδια αυτά βρίσκονται από ένα σε κάθε ένα από τα 2 χρωμοσώματα 11.
Όταν η μετάλλαξη αφορά το 1 μόνο από τα 2 γονίδια, προκύπτει η ετερόζυγη μορφή Θαλασσαιμίας Β (με μικρές κλινικές εκδηλώσεις).
Όταν η μετάλλαξη αφορά και τα 2 γονίδια προκύπτει ομόζυγη μορφή ή μείζων Θαλασσαιμία Β’.
 
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Η Θαλασσαιμία αντιμετωπίζεται με μεταγγίσεις συχνές.
Τα νοσούντα άτομα πρέπει να εφαρμόζουν διαιτητικές επιλογές.
Να τρέφονται με τρόφιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε σίδηρο (Fe) αποφεύγοντας κόκκινο κρέας – φυλλώδη λαχανικά – τροφές πλούσιες σε Βιτ.C.
Όλα αυτά για να αποφεύγεται η υπερφόρτωση σιδήρου που ήδη προκαλείται από την θεραπευτική εφαρμογή των μεταγγίσεων.
Έχει αποδειχθεί ότι μεγάλες ποσότητες σιδήρου επιδρούν αρνητικά στις πρωτεΐνες του συγγενούς σκέλους της ανοσίας και του ανοσοποιητικού συστήματος. Με τον τρόπο αυτό αυξάνονται οι κίνδυνοι λοιμώξεων στα άτομα με θαλασσαιμία.
Η ονομασία ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ δόθηκε γιατί η πρώτοι ασθενείς προέρχονταν από χώρες της Μεσογείου αλλά έχει αποδειχθεί ότι η νόσος εμφανίζεται και στη Μέση Ανατολή – Άνω Ανατολή, σε μικρότερα ποσοστά στις περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης και σε πολύ χαμηλά ποσοστά στις Βόρειες ακτές της Αφρικής καθώς και Νότια Αμερική.
Οι αιμοσφαιρινοπάθειες γενικά αποτελούν τα πιο συνηθισμένα γενετικά νοσήματα σε όλον τον κόσμο και με ποσοστό εμφάνισης 5% υπό μορφήν «φορέων» οι οποίοι φέρουν μεταλλάξεις των γονιδίων των υπεύθυνων για κλινικά σημαντικές διαταραχές της αιμοσφαιρίνης.
Η Θαλασσαιμία ή μεσογειακή αναιμία είναι κληρονομική αυτοσωματική υπολειπόμενη νόσος.
Η Θαλασσαιμία αποτελεί αποτέλεσμα ποσοτικής βλάβης που οφείλεται στη μειωμένη σύνθεση των σφαιρίνων που αποτελούν την αιμοσφαιρίνη, σε αντίθεση με την δρεπανοκυτταρική αναιμία η οποία προκαλείται από ποιοτική βλάβη των σφαιρίνων που παράγονται.
Οι βασικές μορφές της ασθένειας είναι η α-Θαλασσαιμία και η β-Θαλασσαιμία. Η φυσιολογική Hb αποτελείται από 4 πολυπεπτιδικές αλυσίδες 2α – 2β συνδεόμενη με 4μερες μόριο.
Η Α-ΘΑΛΑΣΣΑΙΜΙΑ : Οφείλεται σε μεταλλάξεις 2 γονιδίων το HBA1 και HBA2.
Η μορφή αυτή της Θαλασσαιμίας συνεπάγεται μείωση της παραγωγής της α-αλυσίδας της αιμοσφαιρίνης (Hb) με αποτέλεσμα την περίσσεια των β-αλυσίδων στους ενήλικες και γ-αλυσίδων στα νεογέννητα.
Υπάρχουν 4 είδη α-Θαλλασσαιμίας : 
 
 
 
 
 
Δηλαδή οι πιο συχνές θαλασσαιμίες στην Ελλάδα είναι η Α, Β.
Σπάνιες μορφές είναι η C-D-E O Arab.
Όταν δύο «φορείς» της αναιμίας παντρεύουν τα παιδιά έχουν τις εξής πιθανότητες εμφάνισης της νόσου ¨
25% ποσοστό γέννησης παιδιού με Μεσογειακή αναιμία.
25% παιδί απόλυτα υγιές.
50% παιδί «φορέας» της νόσου.
Στην Ελλάδα ποσοστό 8% (1 από 12) του γενικού πληθυσμού είναι φορέας β-Θαλασσαιμίας και σε ορισμένες περιοχές (Εύβοια, Αιτωλοακαρνανία, Ήπειρος, Κέρκυρα, Μυτιλήνη, Καστελόριζο) η συχνότητα των φορέων αγγίζει το 15%-20% του πληθυσμού (1 στα 6 άτομα).
ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Πληθυσμιακός έλεγχος
Ηλεκτροφόρηση Hb
Προγεννητική επέμβαση σε ζευγάρια που και η 2 είναι «φορείς».
Προεμφυτεστική διάγνωση.
 
 
ΔΡΕΠΑΝΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ
Προκαλείται από μετάλλαξη στο γονίδιο Β’ σφαιρίνης. 
Χαρακτηρίζεται από τον σχηματισμό σύμπλοκου μορίου Hb (αιμοσφαιρίνη-HbS). Τα ερυθροκύτταρα λαμβάνουν σχήμα δρέπανου.
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
ΣΧΗΜΑ 1
ΔΟΜΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΗΣ
 
ΑΝΑΙΜΙΕΣ ΑΠΟ ΜΗ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ (ΑΠΟΔΟΤΙΚΗ) ΕΡΥΘΡΟΠΟΙΗΣΗ
ΣΤΕΡΗΤΙΚΕΣ ΑΝΑΙΜΙΕΣ
Σιδηροπενικές αναιμίες (↓Fe)
Μεγαλοβλαστικές αναιμίες (↓Β12 ή φυλλικού οξέος)
*«ΑΝΘΕΚΤΙΚΕΣ» ΑΝΑΙΜΙΕΣ (Μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα)
ΣΥΓΓΕΝΗΣ ΣΙΔΗΡΟΒΛΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ ή ΣΙΔΗΡΟΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ Οι σιδηροβλάστες αποτελούν πρόδρομες μορφές των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Βρίσκονται στον μυελό των οστών. Η αναιμία αυτή οφείλεται στην πλημμελή χρησιμοποίηση του Fe από τα ερυθρά αιμοσφαίρια.
ΑΠΩΘΗΣΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΜΥΕΛΟΥ ΑΠΟ ΚΛΩΝΙΚΑ ΚΥΤΤΑΡΑ ΣΤΑ ΚΑΚΟΗΘΗ ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ (οξείες, χρόνιες λευχαιμίες, λεμφώματα, πολλαπλούν με μυέλωμα).
ΜΥΕΛΙΚΗ ΙΝΩΣΗ (πρωτοπαθείς, δευτεροπαθείς).
**ΑΠΛΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ
 
*Η ανοσοαιματολογία έχει προσφέρει τεράστιες εξελίξεις (διαγνωστικές, αιτιοπαθολογικές) στην μεθοδολογία προσέγγισης αυτών στην εκτίμηση προγνωστικών παραμέτρων στην θεραπευτική στρατηγική.
Η νόσος χαρακτηρίζεται, από την εμφάνιση σε άτομα μεγάλης ηλικίας (80% άνω των 60 ετών).
Στην Ελλάδα η συχνότητα είναι 4.1-7.3/1000 κατοίκους.
Η θεραπευτική ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία προκαλεί μυενδοπλαστικά σύνδρομα.
Η αρχική βλάβη συμβαίνει στο επίπεδο του αρχέγονου αιμοποιητικού κυττάρου, το ποίο αποκτά «πλεονέκτημα ανάπτυξης» σε σχέση με τα υπόλοιπα κύτταρα με τελικό αποτέλεσμα την δημιουργία κλώνου παθολογικών κυττάρων και κλωνικής αιμοσφαιρίνης.
 
 
**Απλαστική Αναιμία : είναι αδυναμία του μυελού των οστών να παράγει κύτταρα αίματος (και των 3 σειρών).
Εμφανίζεται στην παιδική ηλικία μεταξύ 2 – 5 ετών (κληρονομικά αίτια). Στον ενήλικα μεταξύ 50-60 ετών οφείλεται σε επίκτητη αιτία (Διφασική ηλικιακή κατανομή) όπως φάρμακα, χημικές ουσίες, ακτινοβολία, λοίμωξη.
Επίσης, ιοί (ηπ. C, Β, κυτταρομεγαλοϊός, ιός Ebstein-Barr, HIV) προκαλούν απλαστική αναιμία.
 
 
Σιδηροβλαστική αναιμία
Χωρίζεται σε κληρονομικές σιδηροπλαστικές αναιμίες :
Κληρονομικές
 
 
 
 
Επίκτητη
Σιδηροβλαστική
Αναιμία
 
 
 
 
Μυελοδυσπλαστικά 
Σύνδρομα 
 
Λεμφουπερπλαστικά
σύνδρομα
 
 
 
 
 
Dr. ΝΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΑΚΜΑΝΗΣ
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Ref. : - Ι. Μελέτης 9/3/2020
- Βικιπαίδεια
- Taber’s λεξικό
- Merck Man 19th ed.